Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

deferred share


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο deferred παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: share
Σε αυτή τη σελίδα: deferred, defer

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deferred adj (postponed) (επίσημο)αναβληθείς μτχ αορ
  που αναβλήθηκε περίφρ
Σχόλιο: ο αναβληθείς, η αναβληθείσα, το αναβληθέν
 The deferred meeting will now take place on Thursday.
 Η αναβληθείσα συνάντηση θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
defer [sth] vtr (postpone)αναβάλλω ρ μ
  μεταθέτω ρ μ
 We're deferring the meeting until Thursday.
 Αναβάλλουμε τη συνάντηση για την Πέμπτη.
 Μεταθέτουμε τη συνάντηση για την Πέμπτη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
defer [sb] vtr US, usually passive (draftee: delay military service) (από το στρατό)δίνω αναβολή σε κπ περίφρ
  (εγώ ο ίδιος)παίρνω αναβολή περίφρ
 Mark was deferred because he was in college.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
defer | deferred
ΑγγλικάΕλληνικά
defer to [sb/sth] vtr phrasal insep (concede to authority, etc.) (κάτι)αποδέχομαι ρ μ
  (με κάτι)συμμορφώνομαι ρ μ
  (σε κάτι)υποκύπτω ρ μ
 Rachel's boss didn't agree with her idea so, as he had more experience, she deferred to his judgement.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
deferred | defer
ΑγγλικάΕλληνικά
deferred income n (accounting: advance payments)προεισπραγμένα έσοδα περίφρ
  (επίσημο)προεισπραχθέν έσοδο, προεισπραττόμενο εισόδημα περίφρ
  (οικονομία, λογιστική)έσοδα επόμενων χρήσεων περίφρ
deferred payment n (debt to be repaid later)αναβολή πληρωμής, αναστολή πληρωμής φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση deferred share στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «deferred share».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!